- στεγόσαυρος
- (stegosaums). Γένος ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκουν στην οικογένεια των Στεγοσαυριδών και είχαν πολύ μικρό κρανίο, ελάχιστο εγκέφαλο και μήκος σκελετού που έφτανε τα 9 μ. Απολιθωμένα λείψανα σ. βρέθηκαν στη Β. Αμερική και στην Οξφόρδη.
* * *ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος θωρακισμένων δεινοσαύρων που έζησε κατά το ανώτερο ιουρασικό με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ανάπτυξη μιας σειράς μεγάλων τριγωνικών οστέινων πλακών κατά μήκος τής πλάτης και τής ουράς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stegosaurus (< στέγος / στέγη + σαύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.